- πεσωματιά
- και πεσοματιά και πεσματιά, η, Ν1. πτώση, πέσιμο2. τραύμα, τραυματισμός από πτώση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ- τού έ-πεσ-α, αόρ. τού πέφτω, κατά τα θηλ. σε -ωματιά (πρβλ. λαδ-ωματιά, δαγκ-ωματιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.